ἀξέστους

ἀξέστους
ἄξεστος
unwrought
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βλαχοδήμαρχος — ο 1. δήμαρχος μικρού χωριού που κατοικείται από βλάχους 2. δήμαρχος μικρού, καθυστερημένου χωριού 3. νεόπλουτος χωριάτης με άξεστους τρόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλάχος + δήμαρχος. Η λ. στον πληθ., βλαχοδήμαρχοι, οι, μαρτυρείται από το 1896 στην… …   Dictionary of Greek

  • καραβανάς — ὁ [καραβάνα] 1. ειρωνική προσωνυμία για τους αμόρφωτους και άξεστους μόνιμους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς τού παλαιού στρατού οι οποίοι δεν προέρχονταν από στρατιωτικές σχολές 2. ειρωνικός χαρακτηρισμός τών μόνιμων στρατιωτικών 3. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ …   Dictionary of Greek

  • Σαχλίκης, Στέφανος — Κρητικός στιχουργός, γνωστός για την αθυροστομία του, που έζησε στο Χάνδακα (Ηράκλειο) της Κρήτης κατά τα τέλη του 15ου και τις αρχές του 16ου αι. Στο αυτοβιογραφικό του ποίημα Αφήγησις παράξενος διηγείται πώς σπατάλησε την περιουσία του στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”